- αμβλωπός
- ἀμβλωπός, -όν (Α)1. αυτός που έχει αδύνατη όραση2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση3. μτφ. θολός, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλωπός — bedimmed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωπόν — ἀμβλωπός bedimmed masc/fem acc sg ἀμβλωπός bedimmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] … Dictionary of Greek